- ταλάντωσις
- ταλάντωσιςweighingfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταλαντώσει — ταλάντωσις weighing fem nom/voc/acc dual (attic epic) ταλαντώσεϊ , ταλάντωσις weighing fem dat sg (epic) ταλάντωσις weighing fem dat sg (attic ionic) ταλαντόομαι to be balanced fut ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλάντωσιν — ταλάντωσις weighing fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλάντωση — η / ταλάντωσις, ώσεως, ΝΑ [ταλαντῶ, ώνω] ταλάντευση νεοελλ. 1. φυσ. α) (μηχαν.) κίνηση που εκτελεί ένα ελαστικό υλικό, όταν εκτρέπεται από την κατάσταση ισορροπίας του β) (ηλεκτρ. ηλεκτρον.) διαδοχή ηλεκτρικών ρευμάτων φόρτισης εκφόρτισης, η… … Dictionary of Greek